σκουντί

σκουντί
το охотничья собака

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκουντί" в других словарях:

  • σκουντί — το, Ν κυνηγετικός σκύλος, λαγωνικό («το σκουντί από μυτάτο κι ο άνθρωπος από γενιά», παροιμ.) …   Dictionary of Greek

  • σκουδί — το Ν 1. τρυφερό βλαστάρι λαχανικών, όπως λ.χ. τής κράμβης και τού σπαραγγιού 2. το σκουντί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»