σκουντί — το, Ν κυνηγετικός σκύλος, λαγωνικό («το σκουντί από μυτάτο κι ο άνθρωπος από γενιά», παροιμ.) … Dictionary of Greek
σκουδί — το Ν 1. τρυφερό βλαστάρι λαχανικών, όπως λ.χ. τής κράμβης και τού σπαραγγιού 2. το σκουντί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek